- Ἐπικλοπίη
- Ἐπικλοπίηtrickeryfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικλοπίη — ἐπικλοπίη, ἡ (Α) απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλοπίη (< κλοπός «κλέφτης»)] … Dictionary of Greek